προσπαρίσταμαι

προσπαρίσταμαι
Α [παρίσταμαι]·1. φέρνω με τη βία κάποιον ακόμη προς το μέρος μου, υποτάσσω κάποιον επιπροσθέτως
2. βάζω κάτι ακόμη στο μυαλό κάποιου («προσπαρίστατο τὴν τόλμαν αὐτῷ», Ιώσ.)
3. (αμτβ.) έρχομαι επιπρόσθετα στον νου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”